- συζητήσεων
- συζητήσεω̆ν , συζήτησιςjoint inquiryfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εφημερίς των Συζητήσεων — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. 1. Ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 1848. Κυκλοφόρησαν συνολικά 3 φύλλα της. Τελευταία φορά εκδόθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1849. 2. Ιδρύθηκε από τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, ως πολιτικό όργανό του.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ιμπρεσιονισμός — Ζωγραφικό κίνημα, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και προέβαλε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των άμεσων εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως… … Dictionary of Greek
Δεληγεώργης, Λεωνίδας — (Μεσολόγγι 1839 – Παρίσι 1928). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Φοιτητής ακόμα, αναμείχθηκε στην αντιοθωνική πολιτική κίνηση και συνελήφθη μαζί με άλλους μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά της… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
γύμναστρα — τα τα δίδακτρα για τη γυμναστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς Συζητήσεων] … Dictionary of Greek